ῥοδῆ
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ἡ, contr. for ῥοδέη
A = ῥοδέα, rose-bush, Archil.29, Asclep.Myrl. ap. Ath.2.50e, Pamphil.ib. 52f; Ion. ῥοδέη A.R.3.1020 (but v. ῥόδον init.).
German (Pape)
[Seite 846] ἡ, zsgz. = ῥοδέα, Rosenstrauch, Archil. frg. 7 bei Ath. II, 32 f.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδῆ: ἡ, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ῥοδέα, «τριανταφυλλιά», Ἀρχίλ. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 4· Ἰωνικ. ῥοδέη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1020. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 570.