πηχυαῖος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A a cubit long, IG12.88.8, Hdt.2.48, 78, Hp.Fract.8, Pl.Phd.96e, Plb.6.23.12, etc.; τὸ π. Plot.6.3.21.
German (Pape)
[Seite 612] von der Länge eines πῆχυς, ellenlang; Her. 8, 55; Plat. Phaed. 96 e; Pol. 6, 23, 12; Schol. Il. 3, 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πηχυαῖος: -α, -ον, ἔχων μῆκος ἑνὸς πήχεως, Ἡρόδ. 2. 48, 78, Ἱππ. π. Ἀγμ. 757, Πλάτ. Φαίδων 96Ε κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172.