ἐνεχυραστός
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
English (LSJ)
ή, όν,
A seizable for debt, Test.Epict.5.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεχῠραστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κατάσχῃ ὡς ἐνέχυρον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. v. 21.