ἐρωδιός

Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, der Reiher, Il. 10, 274, wo er rechtsfliegend als glückverkündender Vogel erscheint; Aesch. frg. 257; Ar. Av. 886; Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωδιός: ὁ, τὸ ὄρνεονἐρωδιός, κοινῶς «ῥωδιός», «ψαροφάγος», Λατ. ardea, Ἰλ. Κ. 274, Σιμωνίδης Ἰαμβογρ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 886, κλ.˙ ὡσαύτως ῥωδιός, Ἱππῶναξ 59: - ὑπὸ Ἀριστ. μνημονεύονται τρία εἴδη ἐρωδιῶν: ὁ πέλλος, πιθ. ὁ κοινὸς ἐρωδιός, Ardea cinarea ὁ λευκός, Α. egretta ὁ ἀστερίας, Α. stelleris, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23˙ ὁ ἐρωδιὸς περὶ οὗ λέγει ὁ Ὅμ. (Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ὅτι ἐν τῷ βαθεῖ σκότει τῆς νυκτὸς ἔπεμψεν αὐτὸν ἡ Ἀθηνᾶ εἰς τὸν Ὀδυσσέα καὶ τὸν Διομήδη ὅπως ἐμπνεύσῃ αὐτοῖς θάρρος, ἦτο πιθανῶς ὁ Α. nycticorax, ὁ νυκτοκόραξ. -Καθ’ Ἡρῳδιανὸν (Β΄, 924) ἐρῳδιός.