νυκτοκόραξ
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοκόραξ: νυκτικόραξ, Ἡσύχ. ἐν λ. στρίγλος.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νυκτοκόραξ)
βλ. νυχτοκόρακας.