νυκτοκόραξ

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοκόραξ: νυκτικόραξ, Ἡσύχ. ἐν λ. στρίγλος.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νυκτοκόραξ)
βλ. νυχτοκόρακας.