σαρκοειδής

From LSJ
Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοειδής Medium diacritics: σαρκοειδής Low diacritics: σαρκοειδής Capitals: ΣΑΡΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sarkoeidḗs Transliteration B: sarkoeidēs Transliteration C: sarkoeidis Beta Code: sarkoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A flesh-like, fleshy, φύσις Pl.Ti.76a; σ. ὢν τὴν φύσιν Arist.HA495b22: Comp., -ειδέστερα νεῦρα Hp.Loc.Hom.4, cf. Aret.SA2.6: cf. σαρκώδης.

German (Pape)

[Seite 863] ές, fleischartig, fleischig, Arist. H. A. 1, 16 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σάρκα, σαρκώδης, κρεατώδης, φύσις Πλάτ. Τίμ. 75Ε· σ. ὢν τὴν φύσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 16· Συγκρ. -ειδεστέρη Ἱππ.· πρβλ. σαρκώδης.