ἱππαλέος
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
α, ον, poet. for ἱππικός, Opp.C.1.169,242, etc.
German (Pape)
[Seite 1257] poet. = ἱππικός, ὅμιλος, Opp. C. 1, 169 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἱππικός, Ὀππ. Κυν. 1. 169, 242, κτλ.