λιμενορμίτης
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
[μῑ], ου, ὁ, (λιμήν, ὅρμος)
A god of harbours and mooring-places, epith. of Priapus, AP10.5 (Thyill.).
German (Pape)
[Seite 47] ὁ, so heißt Priapus, als Schutzgott des Hafens, Satyr. Thyill. 5 (X, 5).
Greek (Liddell-Scott)
λῐμενορμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὁρμίζω) ὁ ὁδηγῶν εἰς λιμένα, ἐπίθ. Πριάπου, Ἀνθ. Π. 10. 5· πρβλ. λιμενίτης.