μελανηφορέω
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
v. μελανηφόρος.
German (Pape)
[Seite 119] = μελανοφορέω, Tzetz. Schol. zu Lycophr. 366.