χερνῆτις
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ιδος, fem. of χερνήτης,
A a woman that spins for daily hire, γυνὴ χ. Il.12. <*>, Parth.27.1, Cels. ap. OrigenesCels.1.28; γρηῢς χ. AP6.203 (Lacon. or Phil.): abs., ib.9.276 (Crin.), cf. Ael.Fr.343.
German (Pape)
[Seite 1350] ιδος, ἡ, fem. von χερνήτης, Tagelöhnerinn, Handarbeiterinn, bes. Spinnerinn um Tagelohn; γυνὴ χερνῆτις Il. 12, 433; γρηῦς Philp. 9 Crinag. 31 (VI, 203. IX, 276).
Greek (Liddell-Scott)
χερνῆτις: -ιδος, θηλ. τοῦ χερνήτης, ἐργαζομένη, νήθουσα ἐπὶ μισθῶ, γυνὴ χ. Ἰλ. Μ. 433· χ. γραῦς Ἀνθ. Παλ. 6. 203· ἀπολ. 9. 276.