θρανύσσω
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
English (LSJ)
A break in pieces, Lyc.664. (Cf. συνθρανόω, prob. cogn. with θραύω.)
German (Pape)
[Seite 1216] (vgl. θραύω), zerbrechen, zerschmettern, Lycophr. 664.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾱνύσσω: θραύω εἰς τεμάχια, συντρίβω, Λυκόφρ. 664. (Ὡς τὸ θρανόω, ὅπερ ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέσει, ὡς συνθρανόω, ἐκ ῥίζης θραύω· οὐδόλως σχετιζόμενον πρὸς τὸ θρανεύω, θρᾶνος).