βήσσω
From LSJ
τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others
English (LSJ)
Att. βήττω, fut.
A βήξω Hp.Mul.1.41: aor. ἔβηξα Hdt.6.107, Hp.Prog.8: (βήξ):—cough, ll.cc., Ar.Ec.56, etc.:—Med. in act. sense, Hp.Morb.2.52:—Pass., τὰ βησσόμενα Id.Epid.1.3.
German (Pape)
[Seite 442] att. βήττω, husten, Ar. Eccl. 56; Xen. Cyr. 2, 2, 1 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
βήσσω: Ἀττ. –ττω· μέλλ. βήξω Ἱππ. 607. 46· ἀόρ. ἔβηξα Ἡρόδ. 6. 107, Ἱππ.· - λέξ. ὠνοματοπ. κ. «βήχω», Ἱππ. Προγν. 39, κτλ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 56, κτλ.· -Μέσ. ἐν ἐνεργ. σημασίᾳ, Ἱππ. 479. 33· πρβλ. ἀποβήσσω.