ἐξαναπληρόω
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
A supply, replace, D.51.6:— Pass., be renewed, of the bark of trees, Thphr.HP3.17.1.
German (Pape)
[Seite 868] ergänzen, vollzählig machen; Dem. 51, 6; Theophr. im pass.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναπληρόω: ἀναπληρῶ ἐντελῶς, συμπληρῶ, πῶς εἰσὶ δίκαιοι ταῦτα μὲν ὕστερον ἀναπληροῦν κτλ. Δημ. 1229 ἐν τέλ. ― Παθ., φύομαι ἢ πληροῦμαι ἐκ νέου, κοινῶς «γεμίζω», ἐπὶ φλοιοῦ, περιαιροῦσι δὲ τὸν φλοιόν... ἐξαναπληροῦνται δὲ πάλιν σχεδὸν ἐν τρισὶν ἔτεσιν Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 1.