ἀνείσφορος
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ον,
A exempt from taxation, τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων D.H.5.22, cf. Plu. Cam.2, IG14.951, J.AJ13.6.7.
German (Pape)
[Seite 221] frei von Kriegs- u. außerordentlichen Steuern, D. Hal. 5, 22; Plut. Camill. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείσφορος: -ον, ὁ μὴ εἰσφέρων, ὁ ἀπηλλαγμένος πολεμικῶν ἢ ἄλλων εἰσφορῶν, Διον. Ἁλ. 5. 22, Πλουτ. Κάμ. 2, Συλλ. Ἐπιγρ., 5879. 12.