διατρέω
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
A run trembling about, flee all ways, διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Il.11.486, cf. 17.729, Plu.Marc.29, Brut.18.
German (Pape)
[Seite 607] (s. τρέω), aus einander fliehen; Hom. Iliad. 11, 481 θῶες μέν τε διέτρεσαν; vs. 486 Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος; 17, 729 ἄψ τ' ἀνεχώρησαν διά τ' ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, tmesis. Den Begriff der Furcht enthält das Wort nicht, s. Lehrs Aristarch. p. 91. – Plut. Marcell. 29.
Greek (Liddell-Scott)
διατρέω: μέλλ, -τρέσω, ὑπὸ φόβου φεύγω, διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Ἰλ. Λ.486, πρβλ. Ρ.729.