συναποβάλλω
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
A lose at the same time, D.S.3.7, Plu.Phil.21:—Pass., Gal.14.588.
German (Pape)
[Seite 1002] (s. βάλλω), mit od. zugleich abwerfen, verlieren, Sp., wie Plut. Philop. 21.
Greek (Liddell-Scott)
συναποβάλλω: ἀποβάλλω, «χάνω» συγχρόνως, Διόδ. 3. 7, Πλουτ. Φιλοπ. 21. ― παρὰ μεταγεν. τὸ μέσον προτιμᾶται.