ψωθία

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ, = Folgdm, Phereer. bei Poll. 9, 83, nach 7, 23 Ggstz von ἀττάραγος, αἱ ἐκ τοῦ κάτω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ψωθίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω» με δασύ επίθημα και κατάλ. -ία].