ἀττάραγος

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀττάρᾰγος Medium diacritics: ἀττάραγος Low diacritics: αττάραγος Capitals: ΑΤΤΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: attáragos Transliteration B: attaragos Transliteration C: attaragos Beta Code: a)tta/ragos

English (LSJ)

[τᾰ], ὁ, crumb, morsel of bread, Ath.14.646c: metaph., the least crumb, bit, οὐδ' ὅσον ἀττάραγόν τυ δεδοίκαμες Call.Epigr.47.9.

Spanish (DGE)

(ἀττάρᾰγος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ττᾰ-]
migaja de pan ψωθία ... ἃ τινὰς ὀνομάζειν ἀτταράγους Theod.Hist.2, cf. Sch.Hippon.131.12 (p.177)
costrón del pan τοῦ γε μὴν ἄρτου αἱ μὲν κατὰ τὸ ἄνω μέρος οἱονεὶ φλύκταιναι ἀττάραγος Poll.7.23, cf. Hsch.
fig. lo más mínimo, pizca οὐδ' ὅσον ἀττάραγόν τυ δεδοίκαμες no te tememos lo más mínimo Call.Epigr.46.9, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 389] ὁ, Brotkrümchen, Ath. XIV, 646 c; vgl. Poll. 7, 23; οὐδ' ὅσον ἀττάραγόν σε δεδοίκαμες Callim. ep. 14 (XII, 150), auch nicht im Geringsten; Hesych. hat auch die Form ἀττάραχος, B. A. 461 ἀττάρατοι, was wohl verschrieben ist.

Russian (Dvoretsky)

ἀττάρᾰγος: (ᾰρ) ὁ хлебная крошка: οὐδ᾽ ὅσον ἀττάραγον Anth. ни капли, нисколько.

Greek (Liddell-Scott)

ἀττάρᾰγος: ἢ -χος, ὁ, ψιχίοντεμάχιον ἄρτου, Ἀθήν. 646C· μεταφ. ἐλάχιστον, οὐδ’ ὅσον ἀττάραγον σε δεδοίκαμες Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 9. Κατὰ τὸ Ἐτυμ. Μ. 167, 56: «ἀττάραγος, ἡ ἐπὶ τῶν ἄρτων ἀπὸ τῆς φλογὸς γινομένη ῥῆξις· οἱ δὲ τῶν κλωμένων ἄρτων τὰ ψιχίδια· τίθεται ἡ λέξις καὶ ἐπὶ τῶν ἐλαχίστων».

Greek Monolingual

ἀττάραγος και -χος, ο (Α)
1. ψίχουλο ψωμιού
2. κάτι το εξαιρετικά ασήμαντο.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: crumb, morsel of bread (Ath.). τὸ ἐλάχιστον. οἱ δε τὰς ἐπὶ τῶν ἄρτων φλυκταὶνας. οἱ δε τὰς καλουμένας ψίχας H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Certainly a loan word; Pre-Gr.?.

Frisk Etymology German

ἀττάραγος: {attáragos}
Grammar: m.
Meaning: Brosamen, Bißchen, τὸ ἐλάχιστον (Ath., Kall., H.).
Etymology: Volkstümliches Wort ohne Etymologie.
Page 1,182