φορτηγός

From LSJ
Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορτηγός Medium diacritics: φορτηγός Low diacritics: φορτηγός Capitals: ΦΟΡΤΗΓΟΣ
Transliteration A: phortēgós Transliteration B: phortēgos Transliteration C: fortigos Beta Code: forthgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A one who carries cargoes, merchant, Thgn.679, Simon.178: as Adj., ναυβάτης φ. A.Fr. 263; ἄνδρες φ. Metag.4 (hex.); ἄκατοι Critias Fr.2.12D.; νῆες Plb. 1.52.6, 5.68.4, etc.; πλοῖα D.S.14.55, 20.85.

German (Pape)

[Seite 1301] lasttragend, Lastträger, Theogn. 679; Lastschiffer, Handelsmann, B. A. 71; ναυβάτης Aesch. frg. 243; vom Schiffe, Poll. 1, 83.

Greek (Liddell-Scott)

φορτηγός: -όν, ὁ μεταφέρων φορτία, ἔμπορος, Θέογν. 679, Σιμωνίδ. (;) 181· ναυβάτης φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256· αὐλητρίδας, αἵ τε τάχιστα ἀνδρῶν φορτηγῶν ὑπὸ γούνατα μισθοῦ ἔλυσαν Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 1· φ. ναῦς (ἴδε φορτηγικὸς) Πολύβ. 1. 52, 6., 5. 68, 4, κλπ.,· πλοῖον Διόδ. 14. 55., 20. 85. ― Ἰδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.