παιδευτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for teaching, δυνάμεις Ti.Locr.103e; βίος Str.14.5.4; ἡ -κή (sc. τέχνη) education, Pl.Sph.231b; π. ἐπιστῆμαι Phld.Mus. p.105 K.; τὸ π. Plu.Lyc.4; παράδειγμα π. τοῖς εὖ φρονοῦσι Hierocl.in CA11p.441M. Adv. -κῶς Ph.1.169: Sup. -ώτατα ib. 319. 2 skilled in teaching, ib.438.
German (Pape)
[Seite 440] zum Erziehen, Unterrichten gehörig, geschickt, δύναμις, Plat. Tim. Locr. 103 e; ἡ παιδευτική, sc. τέχνη, die Erziehungskunst, Soph. 231 b; τὸ πολιτικὸν καὶ παιδευτικόν, Plut. Lyc. 4. – Adv., Poll. 4, 42; Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παίδευσιν, δύναμις Τίμ. Λοκρ. 103Ε˙ - ἡ παιδευτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐκπαιδεύειν, Πλάτ. Σοφιστ. 231Β˙ οὕτω, τὸ παιδευτικὸν Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. Ἐπιρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 447˙ ὑπερθ., -ώτατα Φίλων 1. 319.