δυσφημέω
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
A use ill words, esp. words of ill omen, A.Ag.1078, S.El. 905, Plu.Cic.22. II trans., speak ill of, S.El.1183, E.Heracl.600, Hec.181 (lyr.), Phld.Rh.1.215 S., Them.Or.13.178a:—Pass., Phld. Mort.36.
German (Pape)
[Seite 689] böse Worte von übler Vorbedeutung brauchen, Ggstz εὐφημέω; Soph. El. 893; Plut. Cic. 22; – τινά, gegen Einen, Eur. Hec. 189; gew. Jemanden lästern, schmähen; τὸν θεόν Aesch. 1048; vgl. Soph. El. 1182 οὔτοι ποτ' ἄλλην ἢ 'μὲ δυσφημεῐς τάδε, Schol. τὰ δύσφημα ταῦτα, ἃ λέγεις, ἐμοὶ καὶ οὐκ ἄλλῳ τινὶ ἁρμόζει; Eur. Heracl. 600.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφημέω: μεταχειρίζομαι κακὰς λέξεις, ἰδίως λέξεις δυσοιωνίστους, οὐχὶ αἰσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1078, Σοφ. Ἠλ. 905, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 182· ἀντίθ. εὐφημέω. ΙΙ. μεταβατ., κακολογῶ, βλασφημῶ, Σοφ. Ἠλ. 1183, Εὐρ. Ἡρακλ. 600.