στεῤῥός
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
German (Pape)
[Seite 938] (ἵστημι), auch 2 Endgn, Pors. Eur. Hec. 150, = στερεός, starr, hart, fest, im Ggstz zum Weichen, Lockern, Flüssigen; δόρυ, Eur Suppl. 711; ἐν στεῤῥοῖς λέκ τροις, Troad. 114; Tim. Locr. 101 a u. sonst ἡ στεῤῥά, sc. γῆ, das feste Land. – Vom Boden, unergiebig; auch von Menschen u. Thieren, unfruchtbar. – Übertr., unbiegsam, hart, grausam; ἀνάγκης στεῤῥαῖς δίναις, Aesch. Prom. 1054; οὐκ ἔστιν οὕτω στεῤῥὸς ἀνθρώπου φύσις, Eur. Hec. 296; στεῤῥὰ ἀνάγκη, 1295; στεῤῥὰς ἀλγηδόνας, Med. 1031; ψυχὴ στεῤῥά, Ar. Nubb. 419; στεῤῥῶς αὐτῶν ἀπειχόμεθα, standhaft, Xen. An. 3, 1, 22; ἐρασταῖς, Flacc. 1 (XII, 12). – Vgl. στερεός, στεῖρος, στέριφος u. ä.