πραϋμενής
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ές,
A of gentle spirit, Hsch., in Adv. -νῶς; in form πρηϋ-, IG14.2012A40 (Sulp.Max.); more freq. in the contr. form πρευμενής (q. v.).
German (Pape)
[Seite 696] ές, sanftmüthig, ursprüngliche Form von πρευμενής; Hesych. hat πραϋμένως, προθύμως.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱϋμενής: -ές, «ὁ πράῳ τῷ μένει χρώμενος» Ἡσύχ. ἐν τῷ ἐπιρρ. -νῶς.
Greek Monolingual
-ές, Α
βλ. πρεϋμενής.