στρογγύλοψις
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Greek (Liddell-Scott)
στρογγύλοψις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στρογγύλον πρόσωπων, Βυζαντ.
Greek Monolingual
και στρογγυλόψις, -εως, ό, ἡ, Μ
στρογγυλοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -οψις (< ὄψις), πρβλ. κύκν-οψις].