στρογγύλοψις
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek (Liddell-Scott)
στρογγύλοψις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στρογγύλον πρόσωπων, Βυζαντ.
Greek Monolingual
και στρογγυλόψις, -εως, ό, ἡ, Μ
στρογγυλοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -οψις (< ὄψις), πρβλ. κύκνοψις].