ἀπόλλω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
late form of ἀπόλλυμι, LXX4 Ma.6.14, v.l. in Eust.712.55, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλλω: Βυζ. τύπος τοῦ ἀπόλλυμι, πρβλ. Εὐστ. 712, 55, κτλ. Ἑβδ. (Μακκ. Δ΄, Ϛ΄, 14) ὡς ὁ Freld κατὰ τὸν Ἀλεξανδρ. Κώδικα καὶ τὸν Χρυσόστ.
Spanish (DGE)
1 destruir τί ... σεαυτὸν ἀλογίστως ἀπόλλεις; LXX 4Ma.6.14.
2 perder τὸν μισθόν Hierocl.Facet.187.