κριανός

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

German (Pape)

[Seite 1508] im Zeichen des Widders, κριός, geboren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑανός: -ή, -όν, (κριὸς) γεννηθεὶς ὑπὸ τὸ ζῴδιον τοῦ Κριοῦ, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 55.

Greek Monolingual

κριανός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στο ζώδιο του Κριού, αυτός που γεννήθηκε κάτω από το ζώδιο του Κριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κριός + κατάλ. -ανός (πρβλ. σκορπι-ανός)].