ξυλοπριστικός

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek (Liddell-Scott)

ξυλοπριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πρίειν ξύλα, Ἥρων Νεώτ. 140, 3.

Greek Monolingual

ξυλοπριστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα ξύλων («ξυλοπριστικός πῆχυς», Ήρων Γεωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πριστικός (< πρίω «πριονίζω»)].