ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
μεμορημένος: -η, -ον, = ἠσκημένος, πεπονημένος, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 389Β, Ἡσύχ.
μεμορημένος: Anth. part. pf. pass. к μείρομαι.