μοιρονόμος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον, (νέμω)

   A dispensing fate, Aristid.Or.48(24).31.

German (Pape)

[Seite 198] Schicksal vertheilend, Aristid.

Greek (Liddell-Scott)

μοιρονόμος: -ον, (νέμω) ὁ διανέμων τὰς τύχας, Ἀριστείδ. 1. 298.

Greek Monolingual

μοιρονόμος, -ον (Α)
αυτός που ορίζει την τύχη σε καθέναν από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα «πεπρωμένο»·νόμος (< νέμω «μοιράζω»), πρβλ. κληρο-νόμος.