φαιδροείμων

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδροείμων Medium diacritics: φαιδροείμων Low diacritics: φαιδροείμων Capitals: ΦΑΙΔΡΟΕΙΜΩΝ
Transliteration A: phaidroeímōn Transliteration B: phaidroeimōn Transliteration C: faidroeimon Beta Code: faidroei/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (εἷμα)

   A in bright attire, Agath.5.15.

German (Pape)

[Seite 1250] ονος, in reinem Kleide, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδροείμων: ον. γεν. -ονος. (εἶμα) ὁ λαμπρῶς ἐνδεδυμένος, ἀστικοί τε καὶ φαιδροείμονες Ἀγαθ. 159C.

Greek Monolingual

-όειμον, Α
(ποιητ. τ.) ο λαμπρά ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. μελανο-είμων].