κίρσιον

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

German (Pape)

[Seite 1442] τό, eine Distelart, die gegen die Krankheit κιρσός half, wie man meinte, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κίρσιον: τό, εἶδος σκολύμου («γαϊδουραγκάθου»), περὶ οὗ λέγεται ὅτι θεραπεύει τὸν κιρσόν, Διοσκ. 4. 119.

Greek Monolingual

το (Α κίρσιον)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός. Το φυτό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της χρήσεώς του στη θεραπεία τών κιρσών].