πυκτεῖον

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκτεῖον Medium diacritics: πυκτεῖον Low diacritics: πυκτείον Capitals: ΠΥΚΤΕΙΟΝ
Transliteration A: pykteîon Transliteration B: pykteion Transliteration C: pykteion Beta Code: puktei=on

English (LSJ)

τό,

   A boxing-ring, Suid.    II (Πυκτός = πτυκτός) book-case, Zonar.

German (Pape)

[Seite 816] τό, Ort od. Kampfplatz für Faustkämpfer, u. von πυκτός, Bücherschrank, Suid., zw.

Greek (Liddell-Scott)

πυκτεῖον: τό, (πυκτεύω) «τόπος ἐν ᾧ πύκται ἀγωνίζονται» Σουΐδ. ἐν λ. πύκτης. ΙΙ. (πυκτὸς) «ἐν ᾧ εἰσι τὰ πυκτία», δηλ. τὰ πινακίδια, Ζωναρ. 1597, ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. πύκτης.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α πυκτεύω
τόπος όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι.———————— (II)
τὸ, Α πυκτή
τόπος εναπόθεσης τών πινακιδίων.