κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
λίγξ: λιγγός, ἡ, = καμπτήρ, Ἡσύχ. ἴδε ἐν λέξ. λικριφίς· - ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 421, ὁ Erfurdt διώρθωσε λίγγα θηρατηρίαν (ἀντὶ λύγγα) ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ βέλους (πρβλ. λίγγω).