δύστακτος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ον,
A ill-regulated, disordered, Pl.Lg.781a. II (for δύσ-στακτον) = κακοδάκρυτον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
δύστακτος: -ον, κακῶς διατεταγμένος, ἀκανόνιστος, Πλάτ. Νομ. 781Α.
Spanish (DGE)
-ον indisciplinado, desordenado τὸ θῆλυ Pl.Lg.781a.