εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
κῑονίτης: -ου, ὁ, = στηλίτης, Εὐσταθ. Πονημάτ. 190. 2., 191. 40. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὅμοιος πρὸς κίονα, αὐτόθι 111. 74.
κιονίτης, ὁ (Μ) κίων
1. αυτός που μοιάζει με στύλο, κιονοειδής
2. αυτός που κατοικεί σε στύλο.