δαιτρόν
From LSJ
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
German (Pape)
[Seite 516] τό, das Zugetheilte, die Portion; πίνειν, sein bestimmtes Maaß trinken, Il. 4, 263, vgl. Scholl. Aristonic.
Greek (Liddell-Scott)
δαιτρόν: τό, (δαίω) τὸ μέρος, τὸ μερίδιον, δαιτρὸν πίνειν Ἰλ. Δ. 262.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
portion de boisson, ration.
Étymologie: δαίνυμι.