πορνοτρόφος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνοτρόφος Medium diacritics: πορνοτρόφος Low diacritics: πορνοτρόφος Capitals: ΠΟΡΝΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: pornotróphos Transliteration B: pornotrophos Transliteration C: pornotrofos Beta Code: pornotro/fos

English (LSJ)

ὁ,

   A = πορνοβοσκός, Ph.1.550.

German (Pape)

[Seite 684] Huren ernährend, haltend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πορνοτρόφος: -ον, ὁ, = πορνοβοσκός, Φίλων Ι, 550, 19, Εὐσέβ. ΙΙ, 1480Α, Παλλάδ. ἐν βίῳ Ἰω. Χρυσ. 18D.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συντηρεί πόρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο-τρόφος].