καλοτύπος
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, (κᾶλον)
A woodpecker, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλοτύπος: ὁ, (κᾶλον) «ὁ δρυοκολάπτης» Ἡσύχ.