μακροημερεύω

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek (Liddell-Scott)

μακροημερεύω: ζῶ πολλὰ ἔτη, Ἑβδ. (Δευτ. Ε΄, 33, Κριτ. Β΄, 7, Σειρ. Γ΄, 6), Ἰω. Χρυσ. Λειτουργ., κτλ.

Greek Monolingual

(AM μακροημερεύω μακροήμερος
ζω πολλά χρόνια
μσν.
1. (μτβ.) δίνω μακροζωία
2. καθυστερώ κάποιον
3. παρατείνομαι, χρονίζω.