χαλκοτυπία

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοτῠπία Medium diacritics: χαλκοτυπία Low diacritics: χαλκοτυπία Capitals: ΧΑΛΚΟΤΥΠΙΑ
Transliteration A: chalkotypía Transliteration B: chalkotypia Transliteration C: chalkotypia Beta Code: xalkotupi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wound by stroke of sword, Anon. ap. Suid. s.v. χαλκοτύπους (pl.).

German (Pape)

[Seite 1332] Verwundung mit eherner Waffe, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοτῠπία: ἡ, πληγὴ ἢ κτύπημα διὰ χαλκοῦ, τραῦμα γινόμενον διὰ χαλκίνου ὅπλου, Σουΐδ. ἐν λ. χαλκοτύπους.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χαλκοτύπος
νεοελλ.
χαλκουργία
μσν.-αρχ.
χτύπημα με χάλκινο όπλο («οὐλὰς ἐκ τῶν κατὰ πόλεμον χαλκοτυπιῶν», Λέων Δ).