μονόκαμπτος

From LSJ
Revision as of 06:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκαμπτος Medium diacritics: μονόκαμπτος Low diacritics: μονόκαμπτος Capitals: ΜΟΝΟΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: monókamptos Transliteration B: monokamptos Transliteration C: monokamptos Beta Code: mono/kamptos

English (LSJ)

ον,

   A with one bend, δάκτυλος (toe) Arist.HA494a15.

German (Pape)

[Seite 203] mit einer Biegung, einem Gelenk, Arist. H. A. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκαμπτος: -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον μέρος καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ κάτω δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7.

Russian (Dvoretsky)

μονόκαμπτος: с одним сгибом, с одним сочленением (δάκτυλος Arst.).