σφυροδέτης

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

German (Pape)

[Seite 1052] ὁ, ein Band um die Knöchel, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σφῠροδέτης: -ου, ὁ, (δέω) δεσμὸς τῶν σφυρῶν, «σφυροδέται· ἡ λέξις παρὰ τοῖς τὰ ἱπποτροφικά» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (κυρίως στον πληθ.) σφυροδέται
«ἡ λέξις παρὰ τοῑς τὰ ἱπποτροφικά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. μαχαιρο-δέτης.