παυστικός

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυστικός Medium diacritics: παυστικός Low diacritics: παυστικός Capitals: ΠΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paustikós Transliteration B: paustikos Transliteration C: pafstikos Beta Code: paustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = foreg. 1,

   A δίψης EM543.51.

German (Pape)

[Seite 538] = dem Vorhergehenden, δίψης, E. M. 543, 51.

Greek (Liddell-Scott)

παυστικός: ἡ, όν, = τῷ προηγ., παυστικὸν δίψης Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 51.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παύω
ο κατάλληλος για κατάπαυση ή ανακούφιση, ο παυστήριοςπαυστικός δίψης», Μέγα Ετυμολογικόν).