μοναθλία

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, = μονομαχία, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

μοναθλία: ἡ, = μονομαχία, Νικήτ. Χρον. 16Α.

Greek Monolingual

μοναθλία, ἡ (Μ)
μονομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -αθλία (< -αθλος < ἄθλος), πρβλ. πεντ-αθλία].