ἀγαθοεργός

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

(contr. ἀγαθουργός, Plu.2.1015e, Procl.Inst.122), όν,

   A doing good, Jul.Or.4.144d, Dam. Isid.296, Procl. in Alc.p.54C.:—οἱ Ἀ., at Sparta, Commissioners sent on foreign service, Hdt.1.67.

German (Pape)

[Seite 6] ἀγαθουργός. Bei den Spartanern die 5 ältesten zu Gesandtschaften gebrauchten Ritter (Tim. L. Pl. αἱρετοὶ κατ' ἀνδραγαθίαν), über die man Her. 1, 67 vgl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθοεργός: συνῃρ. -ουργός, όν, (* ἔργω), ὁ τὸ ἀγαθὸν ἐργαζόμενος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἀγαθοεργία. - οἱ Ἀγαθοεργοί, ἐν Σπάρτῃ, οἱ πέντε γεραίτατοι καὶ ἐπιστημότατοι ἐκ τῶν ἱππέων, οἱ εἰς πρεσβείας ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀποστελλόμενοι, Ἡρόδ. 1, 67· ἴδ. αὐτ. Bähr καὶ Ρουγκ. Τιμ. ἐν λέξ. καὶ Γροτίου Ἑλλ. Ἱστ. τόμ. Β΄, σ. 478, 602.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait de bonnes œuvres, de belles actions ; οἱ Ἀγαθοεργοί nom des cinq vétérans de Sparte les plus renommés, auxquels on confiait certaines missions à l’étranger.
Étymologie: ἀγαθός, ἔργον.