ἴδηαι
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
2sg. aor. 2 subj. Med. of εἰδόμην, Ep. for ἴδῃ. ἴδημα, ατος, τό,= ὅραμα, Hsch.: ἰδήμων,= εἰδ-, Id.: ἰδήρατος, ον,
A beautiful, Id. ἰδησῶ, Dor. fut. of εἶδον, I shall see, Theoc.3.37. ἰδίᾳ, v. ἴδιος v1. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἴδηαι: β΄ ἑνικ. ὑποτακτ. τοῦ μέσ. ἀορ. β΄ εἰδόμην, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἴδῃ.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. épq. sbj. ao.2 de *εἴδω.