φθονητικός

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A envious, ἕξις Plu.2.682d; φθονητική, ἡ, Phld.Vit.p.43J. Adv. -κῶς Plu. l. c.

Greek (Liddell-Scott)

φθονητικός: -ή, -όν, φθονερός, τὴν φθονητικὴν ἕξιν Πλούτ. 2. 682C. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
envieux.
Étymologie: φθονέω.