οἰστρώδης
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
ες,
A raging, frantic, ἐπιθυμίαι Pl.Ti.91b, Lg.734a, Epicur. Sent.Vat.80 ; λύσσαι Ti.Locr.102e.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς τὸν κεντηθέντα ὑπὸ οἴστρου· μανιώδης, ἔκφρων, ἐπιθυμίαι Πλάτ. Τίμ. 91Β, Νόμ. 734Α.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un animal piqué par un taon ; transporté de fureur.
Étymologie: οἶστρος, -ωδης.