Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
λυπικός: -ή, -όν, = λυπηρὸς Δαμασκ. III, 688Α.
λυπικός, -ή, -όν (Μ) λύπηθλιβερός, δυσάρεστος, λυπηρός.